- πλακούντιο
- το / πλακούντιον ΝΑ, και πλακόντιον Α [πλακούς, -ούντος](με υποκορ. σημ.) πίτα, γλύκισμα με μικρό μέγεθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλακόντιον — τὸ, Α βλ. πλακούντιο … Dictionary of Greek
πρόθυμα — (I) Ν επίρρ. βλ. πρόθυμος. (II) τὸ, Α [προθύω] το θυμίαμα ή το πλακούντιο που προσφερόταν πριν από τη θυσία … Dictionary of Greek